- επισυλλογίζομαι
- σχηματίζω επισυλλογισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισυλλογιζόμενοι — ἐπισυλλογίζομαι draw a subsequent inference pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυλλογισάμενος — ἐπισυλλογίζομαι draw a subsequent inference aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυλλογίζεται — ἐπισυλλογίζομαι draw a subsequent inference pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισυλλογιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επισυλλογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισυλλογίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λειβαδά] … Dictionary of Greek